- καλόγνωμος
- -η, -οαυτός που έχει καλές διαθέσεις, συγκαταβατικός, βολικός: Αυτόν τον κάνω καλά, γιατί 'ναι καλόγνωμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] … Dictionary of Greek
αγαθογνώμων — ἀγαθογνώμων, ο (Μ) αυτός που έχει αγαθή, καλή γνώμη, καλόγνωμος, καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + γνώμη] … Dictionary of Greek
βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] … Dictionary of Greek
ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… … Dictionary of Greek
ηπιόμητις — ἠπιόμητις, ό (Α) αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό μητις] … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] … Dictionary of Greek
καλογνωμιά — η (Μ καλογνωμία) [καλόγνωμος] η καλοκαγαθία, η καλοσύνη … Dictionary of Greek
καλογνωμοσύνη — καλογνωμοσύνη, ἡ (Μ) [καλόγνωμος] η καλοκαγαθία … Dictionary of Greek
καλογνώμων — καλογνώμων, όγνωμον (AM) αυτός που έχει αγαθό φρόνημα, ο καλοκάγαθος, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γίγνομαι), πρβλ. ιδιο γνώμων, ορθο γνώμων] … Dictionary of Greek